Τι ορίζουμε ως παχυσαρκία;
Ως παχυσαρκία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ορίζεταιη παθολογική εκείνη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό σωματικό λίπος σε βαθμό τέτοιο που να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στον οργανισμό, οδηγώντας στην ελάττωση του προσδόκιμου επιβίωσης και την εμφάνιση αυξημένων προβλημάτων υγείας.

Πως μετριέται ο βαθμός παχυσαρκίας;
Με βάση τον ορισμό που αναφέρθηκε πριν, ο βαθμός της παχυσαρκίας θα πρέπει κανονικά να υπολογίζεται με βάση το ποσοστό της σωματικής μάζας που καταλαμβάνει το λίπος του οργανισμού. Αυτό όμως προϋποθέτει την χρήση ειδικών τεχνικών που δεν είναι ευρέως διαθέσιμες. Αντ’ αυτού στην καθημερινή πράξη χρησιμοποιείται ο λεγόμενος δείκτης μάζας σώματος (Βody Mass Index-BMI) που υπολογίζετε από το λόγο του βάρους (σε κιλά) δια του τετραγώνου του ύψους (σε μέτρα), που έχει αποδειχθεί ότι σε γενικές γραμμές συμβαδίζει ικανοποιητικά με το συνολικό λίπος του σώματος.

Με βάση το ΒΜΙ ένα άτομο θεωρείται ότι είναι:
Ελλιποβαρές (BMI μικρότερο του 18.5)
Φυσιολογικού βάρους (BMI ανάμεσα σε 18.5 και 25)
Υπέρβαρο (BMI ανάμεσα σε 25 και 30)
Παχύσαρκο (BMI πάνω από 30, με επιπλέον διαβαθμίσεις).

Τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι πολύ μεγάλη σημασία για την εκδήλωση των μεταβολικών προβλημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία (βλέπε παρακάτω) έχει η λεγόμενη κατανομή του περίσσιου λίπους. Η περίσσια αυτή του λίπους μπορεί να κατανέμεται είτε στην περιφέρεια (παχυσαρκία «σαν αχλάδι», «γυναικεία-γυνοειδής παχυσαρκία») οπότε μιλάμε για περίσσεια υποδόριου λίπους, είτε στην μέση (παχυσαρκία «σαν μήλο», «ανδρική-ανδροειδής παχυσαρκία») οπότε αναφερόμαστε σε αυξημένο ενδοκοιλιακό ή σπλαχνικό λίπος. Η περίσσια του σπλαχνικού λίπους είναι εκείνη που θεωρείται σαφώς επιβαρυντική για την εμφάνιση μελλοντικών μεταβολικών προβλημάτων. Η μέτρηση και αυτής όμως της παραμέτρου απαιτεί ειδικές τεχνικές γι’ αυτό στην καθημερινή πράξη χρησιμοποιείται εναλλακτικά η μέτρηση της περιφέρειας μέσης που θεωρείται ότι συσχετίζεται επαρκώς με αυτόν τον δείκτη. Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι όσο ψηλότερο το ΒΜΙ (σαν έμμεσος δείκτης του συνολικού λίπους) και όσο μεγαλύτερη η περιφέρεια μέσης (σαν έμμεσος δείκτης της σπλαχνικής κατανομής του λίπους) τόσο αυξάνει και ο κίνδυνος για την εκδήλωση διαφόρων επιπλοκών της παχυσαρκίας.

Πόσο συχνή είναι η παχυσαρκία;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που εύκολα μπορεί να απαντήσει κανένας: πολύ συχνή δυστυχώς. Απλουστεύοντας λίγο τις στατιστικές θα λέγαμε ότι στις λεγόμενες ανεπτυγμένες δυτικές χώρες σε κάθε 3 άτομα, 1 είναι υπέρβαρο, 1 είναι παχύσαρκο και μόνο 1 έχει φυσιολογικό βάρος, με την Ελλάδα δυστυχώς να καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. 

Το ιδιαίτερα ανησυχητικό όμως πρόβλημα από επιδημιολογικής άποψης είναι η κατακόρυφη αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας (με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την μελλοντική υγεία των παιδιών αυτών ως ενηλίκων) και της συχνότητας της παχυσαρκίας στις αναπτυσσόμενες χώρες που όλο και περισσότερο υιοθετούν το δυτικό τρόπο ζωής και διατροφής.

Που οφείλεται η παχυσαρκία;
Σε κάθε οργανισμό υπάρχει μία συνεχής ισορροπία ανάμεσα στην ενέργεια που προσλαμβάνει με τις τροφές και αυτήν που καταναλώνει με την καθημερινή δραστηριότητα και φυσική άσκηση. Όταν για οποιαδήποτε λόγο προσλαμβάνουμε αναλογικά παραπάνω ενέργεια από αυτήν που χρησιμοποιούμε, αυτή αποθηκεύεται από τον οργανισμό με τη μορφή λίπους, που είναι οι ενεργειακές αποθήκες του οργανισμού.

Οποιοσδήποτε παράγοντας παρεμβαίνει στην ισορροπία αυτής της ζυγαριάς προς τη μεριά της αυξημένης πρόσληψης ή/και ελαττωμένης κατανάλωσης προδιαθέτει στην εκδήλωση παχυσαρκίας. Τα γονίδιαενοχοποιούνται σε μεγάλο βαθμό (κάποιο άνθρωποι είναι γενετικά πιο επιρρεπείς) αν και οι περιπτώσεις που η παχυσαρκία ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε κάποια βλάβη του γενετικού υλικού είναι ελάχιστες. Η παχυσαρκία εκδηλώνεται συχνά εξαιτίας λήψης κάποιας φαρμακευτικής ουσίας ή στα πλαίσια κάποιας συστηματικής νόσου ή συνδρόμου. Στην περίπτωση που υπάρχει κάποια σχετική υποψία θα πρέπει να γίνεται και η ανάλογη διερεύνηση από τον θεράποντα γιατρό. Σημαντική επίδραση έχουν επίσης ψυχολογικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συνεισφέρουν στην πολυπαραγοντική αιτιολογία της παχυσαρκίας.

Οι βασικοί όμως παράμετροι που συγκλίνουν όλες αυτές οι επιμέρους συνιστώσες και οδηγούν στην εκδήλωση της 
παχυσαρκίας είναι η υπερβολική κατανάλωση φαγητού μεγάλης θερμιδικής αξίας και η ελαττωμένη ή παντελής έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και άσκησης. 

Από τι κινδυνεύει το παχύσαρκο άτομο;
Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό να εκδηλώσουν πολλές και διάφορες χρόνιες επιπλοκές. Ιδιαίτερα τα άτομα με κοιλιακή παχυσαρκία εμφανίζουν συχνότερα μία σειρά μεταβολικών παθήσεων όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, οι διαταραχές των λιπιδίων και η λιπώδης διήθηση του ήπατος που αυξάνουν κατά πολύ τον κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών (έμφραγμα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια). Ιδιαίτερα θα πρέπει να αναφέρουμε τη πολύ στενή συσχέτιση μεταξύ της παχυσαρκίας και του διαβήτη, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των διαβητικών ασθενών έχουν αυξημένα ποσοστά λιπώδους ιστού, ενώ ακόμα και η μικρή σχετικά απώλεια βάρους (βλέπε παρακάτω) οδηγεί σε βελτίωση της ρύθμισης της νόσου ή ακόμα και στην εξαφάνισή της.

Αυξημένος είναι επίσης ο κίνδυνος για την εκδήλωση ή τη βαρύτητα των συμπτωμάτων διαφόρων μη μεταβολικών επιπλοκών όπως είναι οι διαταραχές της αναπνοής στον ύπνο (ροχαλητό, σύνδρομο ύπνου-άπνοιας), η φλεβική ανεπάρκεια και η οστεοαρθρίτιδα, η χολολιθίαση, η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, οι διαταραχές της περιόδου στις γυναίκες κλπ.

Τη παχυσαρκία συνοδεύουν επίσης πολύ συχνά διαταραχές από τη ψυχική σφαίρα (χαμηλός βαθμός αυτοεκτίμησης, καταθλιπτικά συμπτώματα), ενώ κάτι που είναι λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότιορισμένες μορφές καρκίνου στατιστικά εμφανίζονται σε σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά στα παχύσαρκα άτομα.

Αντιμετώπιση της παχυσαρκίας
Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι χρονοβόρα και απαιτητική ενώ είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει ένα συνδυασμό μεθόδων και προσεγγίσεων του θέματος. Για την αποφυγή αποτυχίας και δημιουργίας αισθήματος απογοήτευσης στον ασθενή αλλά και στον ιατρό χρειάζεται να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις όπως η ειλικρινής πρόθεση του ασθενούς να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα και η υιοθέτηση ρεαλιστικών στόχων. Το βασικότερο όμως όλων είναι να αντιληφθεί ο ασθενής ότι με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα η απώλεια βάρους που είναι σχετικά εύκολα επιτεύξιμη αλλά και διατηρήσιμη σε βάθος χρόνου είναι της τάξης του 5-10%. Είναι όμως υποχρέωση του θεράποντος γιατρού να πείσει τον ασθενή ότι αυτή η μικρή σχετικά απώλεια βάρους, που μπορεί να μην ικανοποιεί τις αισθητικές του απαιτήσεις, προσφέρει πολλαπλάσια οφέλη στην αντιμετώπιση των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου που συνοδεύουν την παχυσαρκία. 

Οι πυλώνες πάνω στους οποίους βασίζεται η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η ολιγοθερμιδική δίαιτα και η σωματική άσκηση.

Υπάρχουν πολυάριθμες δίαιτες που προτείνονται για την απώλεια βάρους. Όλες έχουν ένα βασικό κοινό: η συνολική ημερήσια θερμιδική πρόσληψη είναι χαμηλότερη από τις ημερήσιες ανάγκες έτσι ώστε να εξασφαλίζετε αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο, γεγονός που αναγκάζει τον οργανισμό να χρησιμοποιήσει το περιττό λίπος για να καλύψει αυτό το ενεργειακό κενό. Εκτός από τις δίαιτες πολύ χαμηλών θερμίδων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα και συνήθως στα πλαίσια της προεγχειρητικής ετοιμασίας υπερβολικά παχύσαρκων ασθενών, οι προτεινόμενες δίαιτες θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτές των χαμηλών λιπαρών (το λίπος έχει πολύ μεγάλη θερμιδική αξία) και αυτές των χαμηλών υδατανθράκων («χημικές» ή κετογονικές). Όλες οι άλλες «ανορθόδοξες» και περίεργες δίαιτες που προτείνονται δεν έχουν καμία επιστημονική τεκμηρίωση. 

Η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας αποτελεί σημαντικό συστατικό ενός προγράμματος αποτελεσματικής μείωσης του βάρους, καθώς οδηγεί σε αρνητικό ισοζύγιο θερμίδων και βελτίωση των καρδιαγγειακών παραγόντων, της διάθεσης και της αυτοεκτίμησης. Επίσης η σωματική άσκηση, βοηθάει στη μεγαλύτερη δυνατή απώλεια σωματικού λίπους, με παράλληλη διατήρηση ή και ενίσχυση του μυϊκού ιστού. Το συστηματικό βάδισμα είναι μια εξαιρετική επιλογή για τους παχύσαρκους ασθενείς ενώ ακόμα και οι συνηθισμένες δουλειές του νοικοκυριού μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικό αρνητικό ισοζύγιο θερμίδων.

Η φαρμακευτική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο γιατρός στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σήμερα είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένη. Στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση κυκλοφορεί ένα μόνο σκεύασμα με ένδειξη την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, η ορλιστάτη.

Σε αντίθεση με τα ελάχιστα «αναγνωρισμένα» φαρμακευτικά σκευάσματα κυκλοφορεί μία πληθώρα άλλων που διαφημίζουν τις «θαυματουργές» δράσεις τους στο μεταβολισμό και την απώλεια βάρους. Παρά τη μέτρια βραχυχρόνια απώλεια βάρους που μπορεί να επιφέρει η χρήση κάποιων από αυτά θα πρέπει να τονιστεί ότι:
δεν υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση όσον αφορά την μακροχρόνια αποτελεσματικότητα τους, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η ασφάλειά τους, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να εμφανίζονται παρενέργειες, μερικές φορές δυστυχώς σοβαρές ή και μοιραίες. Επιπλέον, η έλλειψη επαρκούς ελέγχου της παρασκευής, τυποποίησης και διακίνησης, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου πολλών από αυτά, καθιστά ακόμα πιο επικίνδυνη την άκριτη χρήση τους.

Η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας (βαριατρική χειρουργική) έχει ένδειξη όταν ο ασθενής είναι πάνω από 18 ετών, έχει στο παρελθόν αποτυχημένες προσπάθειες απώλειας βάρους και έχει ΒΜΙ πάνω από 40 ή ανάμεσα σε 35-40 με την προϋπόθεση ότι έχει επιπλέον μείζονα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Εφαρμόζονται τρία είδη επεμβάσεων ανάλογα με τον περιορισμό στην υποδοχή των τροφών και τη δυσαπορρόφηση των τροφών που προκαλούν:
· περιοριστικού τύπου (δακτύλιος του στομάχου, κάθετη γαστροπλαστική, επιμήκης γαστρεκτομή «σαν μανίκι»)
· δυσαπορροφητικού τύπου (χολοπαγκρεατική εκτροπή) και
· μικτές (γαστρική παράκαμψη κατά Roux).

Η τοποθέτηση γαστρικού δακτυλίου που αποτελεί και την πλέον συχνά εφαρμοζόμενη μέθοδο σήμερα, λόγω της σχετικής ευκολίας και του μικρότερου ποσοστού επιπλοκών, οδηγεί σε μικρότερη απώλεια βάρους σε σχέση με τις άλλες μεθόδους ενώ η μόνιμη παρουσία της σιλικονούχου πρόσθεσης μπορεί να οδηγήσει σε μία σειρά από επιπλοκές όπως μετατόπιση του δακτυλίου, διάβρωση του στομάχου, λοιμώξεις, αστοχία υλικού.
Η χειρουργική προσέγγιση που προτείνεται σήμερα σε όλους τους τύπους βαριατρικών επεμβάσεων είναι η λαπαροσκοπική, όχι για αισθητικούς λόγους, αλλά για την σχετικά ταχύτερη και χωρίς σοβαρές επιπλοκές ανάρρωση.

Η τοποθέτηση ενδογαστρικού ασκού («μπαλόνι») έχει σχεδόν ως αποκλειστική ένδειξη την τοποθέτησή του σε νοσογόνα παχύσαρκους ασθενείς, ως προστάδιο αντιμετώπισης της νόσου, εν όψει βαριατρικής χειρουργικής επέμβασης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η (υποχρεωτική) αφαίρεση του μετά από κάπιο διάστημα οδηγεί σχεδόν πάντα στην επαναπρόσληψη του απωλεσθέντος βάρους.

Τέλος θα πρέπει να τονίσουμε ότι στα πλαίσια της πολυδύναμης αντιμετώπισης της παχυσαρκίας ιδιαίτερη σημασία έχει η ψυχολογική προσέγγιση και υποστήριξη του παχύσαρκου ασθενή, η οποία εφόσον κρίνεται απαραίτητο θα πρέπει να γίνετε από ειδικό ψυχολόγο ή ψυχίατρο.